ἀποχειροβίοτος

ἀποχειροβίοτος
ἀπο-χειροβίοτος or [suff] ἀπό-ωτος [pron. full] [ῐ], ον,
A living by the work of one's hands, Hdt.3.42,X.Cyr.8.3.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποχειροβίοτος — η, ο αυτός που ζει από τη δουλειά των χεριών του, ο βιοπαλαιστής: Σ όλη του τη ζωή είχε μείνει εργάτης αποχειροβίοτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποχειροβίοτος — ἀποχειροβίωτος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”